- υπογενειάζω
- Α1. ικετεύω κάποιον αγγίζοντας τα γένεια του («ὑπογενειάζωνλιτανεύων ἀπὸ τοῡ γενείου ἁπτόμενος», Ησύχ.)2. χαΐδεύω τα γένεια κάποιου, τόν χαϊδεύω στο πιγούνι («ὑπογενειάζουσα τὰ παιδάρια», Συνέσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + γενειάζω «βγάζω γένια»].
Dictionary of Greek. 2013.